-
1 ἀντί-κειμαι
ἀντί-κειμαι (s. κεῖμαι), gegenüberliegen, im eigtl. Sinne, Εὐρώπῃ Herod. 6, 2, 4. – Ueberh. perf. pass. zu ἀντιτίϑημι, w. m. vgl., τιμὰ ἀγαϑοῖς Pind. I. 6, 26, Ehre ist der Lohn für ihre Thaten; bes. = entgegengesetzt sein, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 258 b; ἀλλήλοις Plut. u. Arist., der es auch mit dem gen. vrbdt, Polit. 4, 14; ἀντικειμένη λέξις, aus sich entgegengesetzten Satzgliedern bestehend; τὰ ἀντικείμενα, die beiden Glieder eines Gegensatzes, Rhett.
См. также в других словарях:
αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… … Dictionary of Greek